- χολοκύστη
- και λόγιος τ. χολοκύστις, η, Νη χοληδόχος κύστη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cholecystis < χολή + κύστη. Η λ., στον λόγιο τ. χολοκύστις, μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek
χολοκυστικός — ή, ό, Ν [χολοκύστη] 1. (ανατ. ιατρ.) ο σχετικός με τη χοληδόχο κύστη 2. φρ. «χολοκυστικός πόρος» ο κυστικός πόρος … Dictionary of Greek